Kostenloses Online-Wörterbuch Griechisch mit Schwerpunkt auf Fachbegriffen aus Recht und Wirtschaft
Δωρεάν Ελληνο-Γερμανικό Online-λεξικό με έμφαση σε όρους αναφορικά με Νομική και Οικονομία
Definitionen und Übersetzungen für Auftrag im Online-Wörterbuch Deutsch - Griechisch - Deutsch.
Ορισμοί και μεταφράσεις για Auftrag στο online-λεξικό Γερμανικά - Ελληνικά - Γερμανικά.
Suchbegriff / Όρος αναζήτησης: | Übersetzung / Μετάφραση: |
Auftrag |
εντολή |
Hilfsweise Wiedergabe nur in lateinischen Buchstaben / Βοηθητική Απόδοση στα Γερμανικά με λατινικά γράμματα | |
Auftrag |
entolí |
Erläuterungen / Σημειώσεις: | |
im Auftrag: για λογαριασμό, im Namen und Auftrag: επ' ονόματι και για λογαριασμό |
|
Weitere Ergebnisse, welche die Suchphrase enthalten / Άλλα αποτελέσματα που περιέχουν τον όρο αναζήτησης | |
auftragen |
αναθέτω κάτι σε ... |
Auftraggeber |
παραγγελεύς, παραγγελιοδότης, παραγγελιοδότρια, ... |
Auftraggeberin |
εντολέας, πελάτισσα ... |
Auftragnehmer |
ανάδοχος, εντολοδόχος, παραγγελιοδόχος ... |
Auftragnehmerin |
εντολοδόχος ... |
Auftragsangelegenheit |
υπόθεση παραγγελίας ... |
Auftragsbestätigung |
βεβαίωση εντολής, βεβαίωση ... |
Auftragserteilung |
δόσιμο παραγγελίας ... |
Auftragsgeschäft |
εργασίες ανάθεσης ή ... |
Auftragsverhältnis |
σχέση εντολής ... |
Auftragsverwaltung |
εκτέλεση ομοσπονδιακών νόμων ... |
Bankauftrag |
τραπεζική εντολή ... |
beauftragen |
αναθέτω ... |
Beauftragte |
εντολοδόχος ... |
beauftragte Richterin |
εισηγήτρια δικαστής ... |
Beauftragter |
εντολοδόχος ... |
beauftragter Richter |
εισηγητής δικαστής ... |
Beauftragung |
ανάθεση ... |
Bundesauftragsverwaltung |
εκτέλεση ομοσπονδιακών νόμων ... |
Bundesbeauftragte |
ομοσπονδιακή επιτετραμένη ... |
Bundesbeauftragter |
ομοσπονδιακός επιτετραμένος ... |
Datenschutzbeauftragte |
επίτροπος γιά την ... |
Datenschutzbeauftragter |
επίτροπος γιά την ... |
Dauerauftrag |
διαρκής εντολή ... |
Dienstauftrag |
υπηρεσιακή εντολή ... |
Geschäftsführung ohne Auftrag |
διοίκηση ξένων υποθέσεων ... |
Kreditauftrag |
εντολή πίστωσης τρίτου ... |
Lehrauftrag |
εντολή διδασκαλίας ... |
Lehrbeauftragte |
εντεταλμένη διδασκαλίας ... |
Lehrbeauftragter |
εντεταλμένος διδασκαλίας ... |
Überweisungsauftrag |
εντολή εμβάσματος ... |
Wehrbeauftragte |
πληρεξούσιος άμυνας ... |
Wehrbeauftragter |
πληρεξούσιος άμυνας ... |
Zahlungsauftrag |
εντολή πληρωμής ... |
ανάθεση |
Beauftragung, Vergebung ... |
αναθέτω |
antragen, anvertrauen, beauftragen, ... |
αναθέτω κάτι σε κάποιον |
jemandem etwas antragen ... |
βεβαίωση εντολής |
Auftragsbestätigung ... |
βεβαίωση παραγγελίας |
Auftragsbestätigung ... |
διαρκής εντολή |
Dauerauftrag ... |
διοίκηση ξένων υποθέσεων |
Geschäftsführung ohne Auftrag ... |
εισηγήτρια δικαστής |
beauftragte Richterin ... |
εκτέλεση ομοσπονδιακών νόμων |
Bundesauftragsverwaltung ... |
εκτέλεση ομοσπονδιακών νόμων από τα ομοσπονδιακά κράτη |
Auftragsverwaltung ... |
εντεταλμένη διδασκαλίας |
Lehrbeauftragte ... |
εντεταλμένος διδασκαλίας |
Lehrbeauftragter ... |
εντολέας |
Auftraggeberin, Dienstherrin, Klientin, ... |
εντολή |
Anordnung, Auftrag, Mandat, ... |
εντολή διδασκαλίας |
Lehrauftrag ... |
εντολή εμβάσματος |
Überweisungsauftrag ... |
εντολή πίστωσης τρίτου |
Kreditauftrag ... |
εντολή πληρωμής |
Zahlungsauftrag ... |
εντολοδόχος |
Auftragnehmerin, Beaufragte, Mandatarin ... |
επίτροπος γιά την προστασία των δεδομένων |
Datenschutzbeauftragte ... |
εργασίες ανάθεσης ή αποδοχής παραγγελιών |
Auftragsgeschäft ... |
ομοσπονδιακή επιτετραμένη |
Bundesbeauftragte ... |
ομοσπονδιακός επιτετραμένος |
Bundesbeauftragter ... |
πάγια εντολή |
Dauerauftrag ... |
παραγγελία |
Auftrag, Bestellung, Kommission, ... |
πελάτης |
Auftraggeber, Käufer, Klient, ... |
πελάτισσα |
Auftraggeberin, Käuferin, Klientin, ... |
πληρεξούσιος άμυνας |
Wehrbeauftragte ... |
σύμβαση εντολής |
Auftragsvertrag ... |
σχέση εντολής |
Auftragsverhältnis ... |
τραπεζική εντολή |
Βankauftrag ... |
υπόθεση παραγγελίας |
Auftragsangelegenheit ... |