Kostenloses Online-Wörterbuch Griechisch mit Schwerpunkt auf Fachbegriffen aus Recht und Wirtschaft
Δωρεάν Ελληνο-Γερμανικό Online-λεξικό με έμφαση σε όρους αναφορικά με Νομική και Οικονομία
Definitionen und Übersetzungen für Ausfall im Online-Wörterbuch Deutsch - Griechisch - Deutsch.
Ορισμοί και μεταφράσεις για Ausfall στο online-λεξικό Γερμανικά - Ελληνικά - Γερμανικά.
Suchbegriff / Όρος αναζήτησης: | Übersetzung / Μετάφραση: |
Ausfall |
ματαίωση, έκπτωση, απώλεια, έκβαση, έλλειμμα |
Hilfsweise Wiedergabe nur in lateinischen Buchstaben / Βοηθητική Απόδοση στα Γερμανικά με λατινικά γράμματα | |
Ausfall |
matäosi, ékptosi, apólia, ékvasi, éllimma |
Erläuterungen / Σημειώσεις: | |
Keine Erläuterungen gefunden / Δεν βρέθηκαν σημειώσεις | |
Weitere Ergebnisse, welche die Suchphrase enthalten / Άλλα αποτελέσματα που περιέχουν τον όρο αναζήτησης | |
ausfallen |
ματαιώνομαι ... |
Ausfallhaftung |
ευθύνη για καταβολή ... |
Ausfallzeit |
περίοδος διακοπής, απολεσθείς ... |
Nutzungsausfall |
απώλεια χρήσης ... |
Winterausfallsgeld |
επίδομα κακοκαιρίας ... |
Zahlungsausfall |
ματαίωση πληρωμής ... |
απολεσθείς χρόνος |
Ausfallzeit ... |
απώλεια |
Abhandenkommen, Ausfall, Disagio, ... |
απώλεια χρήσης |
Nutzungsausfall ... |
έκβαση |
Ausfall ... |
έλλειμμα |
Ausfall, Defizit, Fehlbetrag ... |
επίδομα κακοκαιρίας |
Winterausfallsgeld ... |
ευθύνη για καταβολή εταιρικής εισφοράς άλλου |
Ausfallhaftung ... |
ματαιώνομαι |
ausfallen ... |
ματαίωση |
Ausfall, Stornierung, Vereitelung, ... |
περίοδος διακοπής |
Ausfallzeit ... |