Kostenloses Online-Wörterbuch Griechisch mit Schwerpunkt auf Fachbegriffen aus Recht und Wirtschaft
Δωρεάν Ελληνο-Γερμανικό Online-λεξικό με έμφαση σε όρους αναφορικά με Νομική και Οικονομία
Definitionen und Übersetzungen für Auto im Online-Wörterbuch Deutsch - Griechisch - Deutsch.
Ορισμοί και μεταφράσεις για Auto στο online-λεξικό Γερμανικά - Ελληνικά - Γερμανικά.
Suchbegriff / Όρος αναζήτησης: | Übersetzung / Μετάφραση: |
Auto |
αυτοκίνητο |
Hilfsweise Wiedergabe nur in lateinischen Buchstaben / Βοηθητική Απόδοση στα Γερμανικά με λατινικά γράμματα | |
Auto |
avtokínito |
Erläuterungen / Σημειώσεις: | |
Keine Erläuterungen gefunden / Δεν βρέθηκαν σημειώσεις | |
Weitere Ergebnisse, welche die Suchphrase enthalten / Άλλα αποτελέσματα που περιέχουν τον όρο αναζήτησης | |
Autobahn |
αυτοκινητόδρομος ... |
Automat |
αυτόματο μηχάνημα ... |
Automatenmissbrauch |
κατάχρηση αυτόματου μηχανήματος ... |
automatisch |
αυτόματος ... |
autonom |
αυτόνομος ... |
Autonomie |
αυτονομία ... |
Autopsie |
αυτοψία ... |
Autor |
συγγραφέας ... |
Autorin |
συγγραφέας ... |
autorisieren |
εξουσιοδοτώ ... |
Autorität |
Αρχή (Behörde), εξουσία ... |
Autowaschanlage |
πλυντήριο αυτοκινήτων ... |
Autowäsche |
πλύσιμο αυτοκινήτου ... |
Bundesautobahn |
ομοσπονδιακός αυτοκινητόδρομος ... |
Geldspielautomat |
κουλοχέρης (einarmiger Bandit), ... |
Mietwagen |
ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο (Auto) ... |
Privatautonomie |
ιδιωτική αυτονομία ... |
Tarifautonomie |
ελευθερία συλλογικών διαπραγματεύσεων ... |
Waschanlage |
πλυντήριο αυτοκινήτων (Autowaschanlage) ... |
αέρια εξάτμισης αυτοκινήτων |
Abgas, Autoabgas, Auspuffabgas ... |
αλλάζω ταχύτητα |
schalten, Gang wechseln ... |
Αρχές |
Autorität(en), Behörden ... |
ασφαλιστήριο αυτοκινήτου |
Autoversicherungspolice,Schutzbrief ... |
αυτοκίνητο |
Auto, Kraftfahrzeug, Wagen ... |
αυτοκινητόδρομος |
Autobahn, Fernstraße ... |
αυτόματο μηχάνημα |
Automat ... |
αυτόματος |
automatisch ... |
αυτονομία |
Autonomie, Selbständigkeit ... |
αυτόνομος |
autonom, selbstständig ... |
αυτοψία |
Augenschein, Autopsie ... |
ελευθερία συλλογικών διαπραγματεύσεων |
Tarifautonomie ... |
ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο |
Mietauto, Mietwagen ... |
εξουσιοδοτώ |
autorisieren, bevollmächtigen, ermächtigen ... |
ιδιωτική αυτονομία |
Privatautonomie ... |
κατάχρηση αυτόματου μηχανήματος |
Automatenmissbrauch ... |
κουλοχέρης |
Einarmiger, jemand mit ... |
ομοσπονδιακός αυτοκινητόδρομος |
Bundesautobahn, Bundesfernstraße ... |
πλυντήριο αυτοκινήτων |
Autowaschanlage, Waschanlage ... |
πλύσιμο αυτοκινήτου |
Autowäsche ... |
συγγραφέας |
Autorin, Verfasserin ... |
φρουτάκια |
Synonym für Geldspielautomaten, ... |