Kostenloses Online-Wörterbuch Griechisch mit Schwerpunkt auf Fachbegriffen aus Recht und Wirtschaft
Δωρεάν Ελληνο-Γερμανικό Online-λεξικό με έμφαση σε όρους αναφορικά με Νομική και Οικονομία
Definitionen und Übersetzungen für Bande im Online-Wörterbuch Deutsch - Griechisch - Deutsch.
Ορισμοί και μεταφράσεις για Bande στο online-λεξικό Γερμανικά - Ελληνικά - Γερμανικά.
Suchbegriff / Όρος αναζήτησης: | Übersetzung / Μετάφραση: |
Bande |
συμμορία |
Hilfsweise Wiedergabe nur in lateinischen Buchstaben / Βοηθητική Απόδοση στα Γερμανικά με λατινικά γράμματα | |
Bande |
symmoría |
Erläuterungen / Σημειώσεις: | |
Keine Erläuterungen gefunden / Δεν βρέθηκαν σημειώσεις | |
Weitere Ergebnisse, welche die Suchphrase enthalten / Άλλα αποτελέσματα που περιέχουν τον όρο αναζήτησης | |
abänderbar |
τροποποιήσιμος ... |
abändern |
τροποποιώ ... |
Abänderung |
τροποποίηση, μεταρρύθμιση, τροπολογία ... |
Abänderungsantrag |
τροπολογία ... |
Abänderungsbefugnis |
τροποποιητική εξουσία ... |
Abänderungsbeschluss |
μεταρρυθμιστική απόφαση ... |
Abänderungsgesetz |
τροποποιητικός νόμος ... |
Abänderungsklage |
μεταρρυθμιστική αγωγή ... |
Abänderungsklausel |
τροποποιητικά ρήτρα ... |
Abänderungsurkunde |
τροποποιητικό έγγραφο ... |
Abänderungsvertrag |
τροποποιητική σύμβαση ... |
Abänderungsvorbehalt |
επιφύλαξη τροποποίησης ... |
Bandendiebstahl |
κλοπή από συμμορία ... |
Bandenführer |
αρχηγός συμμορίας ... |
Bandenmitglied |
μέλος συμμορίας ... |
Konterbande |
λαθρεμπόριο, λαθρεμπόριο πολέμου ... |
αλλάζω |
abändern, ändern, tauschen, ... |
αναθεωρώ |
abändern, revidieren ... |
αρχηγός συμμορίας |
Bandenführer ... |
επιφύλαξη τροποποίησης |
Abänderungsvorbehalt ... |
κλοπή από συμμορία |
Bandendiebstahl ... |
λαθρεμπόριο |
Konterbande, Schmuggel ... |
λαθρεμπόριο πολέμου |
Konterbande ... |
μέλος συμμορίας |
Bandenmitglied ... |
μεταβάλλω |
abändern, ändern, umwandeln, ... |
μεταρρυθμίζω |
abändern, reformieren ... |
μεταρρύθμιση |
Abänderung, Reform, Reformation ... |
μεταρρυθμιστική αγωγή |
Abänderungsklage ... |
μεταρρυθμιστική απόφαση |
Abänderungsbeschluss ... |
συμμορία |
Bande, kriminelle Vereinigung, ... |
τροπολογία |
Abänderungsantrag ... |
τροποποίηση |
Abänderung, Änderung, Novellierung, ... |
τροποποιήσιμος |
abänderbar ... |
τροποποιητικά ρήτρα |
Abänderungsklausel ... |
τροποποιητική εξουσία |
Abänderungsbefugnis ... |
τροποποιητική σύμβαση |
Abänderungsvertrag ... |
τροποποιητικό έγγραφο |
Abänderungsurkunde ... |
τροποποιώ |
abändern ... |