Kostenloses Online-Wörterbuch Griechisch mit Schwerpunkt auf Fachbegriffen aus Recht und Wirtschaft
Δωρεάν Ελληνο-Γερμανικό Online-λεξικό με έμφαση σε όρους αναφορικά με Νομική και Οικονομία
Definitionen und Übersetzungen für Behörde im Online-Wörterbuch Deutsch - Griechisch - Deutsch.
Ορισμοί και μεταφράσεις για Behörde στο online-λεξικό Γερμανικά - Ελληνικά - Γερμανικά.
Suchbegriff / Όρος αναζήτησης: | Übersetzung / Μετάφραση: |
Behörde |
αρχή, υπηρεσία (auch: Dienstleistung |
Hilfsweise Wiedergabe nur in lateinischen Buchstaben / Βοηθητική Απόδοση στα Γερμανικά με λατινικά γράμματα | |
Behörde |
archí, ypiresía (auch: Dienstleistung |
Erläuterungen / Σημειώσεις: | |
ausstellende Behörde: εκδούσα αρχή | |
Weitere Ergebnisse, welche die Suchphrase enthalten / Άλλα αποτελέσματα που περιέχουν τον όρο αναζήτησης | |
Aufsichtsbehörde |
εποπτική αρχή ... |
Autorität |
Αρχή (Behörde), εξουσία ... |
behördenintern |
ενδοϋπηρεσιακός ... |
Bundesbehörde |
ομοσπονδιακή αρχή ... |
Bundesoberbehörde |
ανώτερη ομοσπονδιακή υπηρεσία ... |
Dienstaufsichtsbehörde |
εποπτεύουσα αρχή ... |
Finanzbehörde |
φορολογικές αρχές ... |
Hafenbehörde |
λιμενική αρχή ... |
Justizbehörde |
δικαστική αρχή ... |
Justizbehörden |
δικαστικές αρχές ... |
Kartellbehörde |
αρχή εποπτείας καρτέλ ... |
Kollegialbehörde |
συλλογική αρχή ... |
Kommunalbehörde |
δημοτική αρχή ... |
Landesbehörde |
αρχή Ομόσπονδου Κρατιδίου ... |
Landwirtschaftsbehorden |
γεωργικές αρχές ... |
Lebensmittelbehörde |
υπηρεσία τροφίμων ... |
Ordnungsbehörde |
διοικητική αρχή τάξης ... |
Ordnungsbehörden |
διοικητικές αρχές τάξης ... |
Polizeibehörde |
αστυνομική αρχή ... |
Sonderbehörde |
ειδική υπηρεσία ... |
Steuerbehörde |
φορολογική αρχή ... |
Straßenbaubehörde |
υπηρεσία οδοποιίας ... |
Straßenverkehrsbehörde |
υπηρεσία οδικής κυκλοφορίας ... |
Verwaltung |
διαχείρηση (Handhabung, auch: ... |
Verwaltungsbehörde |
διοικητική αρχή ... |
Veterinärbehörde |
Κτηνιατρική Υπηρεσία ... |
Widerspruchsbehörde |
υπηρεσία προσφυγών ... |
Zoll |
τελωνείο (sowohl Behörde ... |
Zollbehörde |
τελωνειακή αρχή ... |
αγορανομία |
Marktaufsicht, Marktaufsichtsbehörde ... |
αγορανόμος |
Marktaufseher, Bediensteter oder ... |
ανώτερη ομοσπονδιακή υπηρεσία |
Bundesoberbehörde ... |
Αρχές |
Autorität(en), Behörden ... |
αρχή εποπτείας καρτέλ |
Kartellbehörde ... |
αρχή Ομόσπονδου Κρατιδίου |
Landesbehörde ... |
αστυνομική αρχή |
Polizeibehörde ... |
γεωργικές αρχές |
Landwirtschaftsbehorden ... |
Δ.Ο.Υ. |
Finanzamt, Steuerbehörde ... |
δημόσια υπηρεσία |
Behörde, öffentlicher Dienst, ... |
δημοτική αρχή |
Kommunalbehörde ... |
δικαστικές αρχές |
Justizbehörden ... |
δικαστική αρχή |
Justizbehörde ... |
διοικητική αρχή |
Administration, Verwaltungsbehörde ... |
διοικητική αρχή τάξης |
Ordnungsbehörde ... |
ΔΟΥ |
Finanzamt Steuerbehörde ... |
ειδική υπηρεσία |
Sonderbehörde ... |
ελέγχουσα αρχή |
Aufsichtsbehörde ... |
ενδοϋπηρεσιακός |
behördenintern ... |
εποπτεύουσα αρχή |
Dienstaufsichtsbehörde ... |
εποπτική αρχή |
Aufsichtsbehörde ... |
κρατική υπηρεσία |
Staatsbehörde, Staatsdienst ... |
Κτηνιατρική Υπηρεσία |
Veterinäramt, Veterinärbehörde ... |
λιμενική αρχή |
Hafenbehörde ... |
ομοσπονδιακή αρχή |
Bundesbehörde ... |
συλλογική αρχή |
Kollegialbehörde ... |
τελωνειακή αρχή |
Zollbehörde, Zollstelle ... |
υπηρεσία οδικής κυκλοφορίας |
Straßenverkehrsbehörde ... |
υπηρεσία οδοποιίας |
Straßenbaubehörde ... |
υπηρεσία προσφυγών |
Widerspruchsbehörde ... |
υπηρεσία τροφίμων |
Lebensmittelbehörde ... |
φορολογικές αρχές |
Finanzbehörde ... |
φορολογική αρχή |
Steuerbehörde ... |