Kostenloses Online-Wörterbuch Griechisch mit Schwerpunkt auf Fachbegriffen aus Recht und Wirtschaft
Δωρεάν Ελληνο-Γερμανικό Online-λεξικό με έμφαση σε όρους αναφορικά με Νομική και Οικονομία
Definitionen und Übersetzungen für Beruf im Online-Wörterbuch Deutsch - Griechisch - Deutsch.
Ορισμοί και μεταφράσεις για Beruf στο online-λεξικό Γερμανικά - Ελληνικά - Γερμανικά.
Suchbegriff / Όρος αναζήτησης: | Übersetzung / Μετάφραση: |
Beruf |
επάγγελμα |
Hilfsweise Wiedergabe nur in lateinischen Buchstaben / Βοηθητική Απόδοση στα Γερμανικά με λατινικά γράμματα | |
Beruf |
epángelma |
Erläuterungen / Σημειώσεις: | |
Keine Erläuterungen gefunden / Δεν βρέθηκαν σημειώσεις | |
Weitere Ergebnisse, welche die Suchphrase enthalten / Άλλα αποτελέσματα που περιέχουν τον όρο αναζήτησης | |
abberufen |
ανακαλώ ... |
Abberufung |
ανάκληση, παύση, απόλυση ... |
Abberufungsrecht |
δικαίωμα ανάκλησης ... |
Anschlussberufung |
αντέφεση ... |
berufen |
εξουσιοδοτημένος (Adj.), ορίζω, ... |
beruflich |
επαγγελματικός ... |
Berufsausübung |
άσκηση επαγγέλματος ... |
Berufsbeamter |
επαγγελματίας υπάλληλος ... |
Berufsbeamtin |
επαγγελματίας υπάλληλος ... |
Berufsberatung |
επαγγελματικός προσανατολισμός ... |
Berufsbildung |
επαγγελματική κατάρτιση ... |
Berufsfreiheit |
επαγγελματική ελευθερία ... |
Berufsgenossenschaft |
επαγγελματικός συνεταιρισμός ... |
Berufshaftpflicht |
επαγγελματική αστική ευθύνη ... |
Berufshaftpflichtversicherung |
ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ... |
Berufskrankheit |
επαγγελματική ασθένεια ... |
Berufsrichter |
επαγγελματίας δικαστής ... |
Berufsrichterin |
επαγγελματίας δικαστής ... |
Berufsschule |
επαγγελματική σχολή ... |
berufsunfähig |
επαγγελματικά ανίκανος ... |
Berufsunfähigkeit |
ανικανότητα για εργασία ... |
Berufsunfähigkeitsversicherung |
ασφάλεια λόγω ανικανότητας ... |
Berufsverband |
επαγγελματική ομοσπονδία ... |
Berufsverbot |
απαγόρευση της άσκησης ... |
Berufswahl |
επιλογή επαγγέλματος ... |
Berufung |
έφεση (im Sinn ... |
Berufungsbeklagte |
εφεσίβλητος ... |
Berufungsbeklagter |
εφεσίβλητος ... |
Berufungsfrist |
προθεσμία έφεσης ... |
Berufungsgericht |
Εφετείο ... |
Berufungsgrund |
λόγος έφεσης ... |
Berufungskläger |
εκκαλών, εφεσείων, ασκών ... |
Berufungsverfahren |
δίκη κατ' έφεση ... |
einberufen |
συγκαλώ ... |
Einberufung |
σύγκληση ... |
freiberuflich |
ελευθεροεπαγγελματικός ... |
freier Beruf |
ελεύθερο επάγγελμα ... |
Kammer |
επιμελητήριο (Beruf, Wirtschaft), ... |
selbständig |
ανεξάρτητος (unabhängig, αυτοαπασχολούμενος ... |
Zivilsenat |
πολιτικό τμήμα (eines ... |
Zulassungsberufung |
επίτρεψη της έφεσης ... |
ανακαλώ |
abberufen ... |
αναφέρομαι |
berufen, hinweisen ... |
ανικανότητα για εργασία |
Berufsunfähigkeit ... |
αντέφεση |
Anschlussberufung ... |
απαγόρευση της ασκησης του επαγγέλματος |
Berufsverbot ... |
απολύω |
abberufen, entlassen ... |
ασκηση επαγγέλματος |
Berufsausübung ... |
ασφάλεια λόγω ανικανότητας για εργασία |
Berufsunfähigkeitsversicherung ... |
δεύτερο επάγγελμα |
Nebenamt, Zweitberuf ... |
δίκη κατ' έφεση |
Berufungsverfahren ... |
εκκαλών |
Berufungskläger ... |
ελευθερία άσκησης επαγγέλματος |
Berufsfreiheit, Gewerbefreiheit ... |
ελεύθερο επάγγελμα |
freier Beruf ... |
ελευθεροεπαγγελματικός |
freiberuflich ... |
εξουσιοδοτημένος |
berufen (Adj.), bevollmächtigt ... |
επάγγελμα |
Beruf, Geschäft ... |
επαγγελματίας δικαστής |
Berufsrichter, Berufsrichterin ... |
επαγγελματίας υπάλληλος |
Berufsbeamter, Berufsbeamtin ... |
επαγγελματικά ανίκανος |
berufsunfähig ... |
επαγγελματική ασθένεια |
Berufskrankheit ... |
επαγγελματική ελευθερία |
Berufsfreiheit ... |
επαγγελματική κατάρτιση |
Berufsbildung ... |
επαγγελματική ομοσπονδία |
Berufsverband ... |
επαγγελματική σχολή |
Berufsschule ... |
επαγγελματικός |
beruflich, geschäftlich, gewerblich ... |
επαγγελματικός προσανατολισμός |
Berufsberatung ... |
επαγγελματικός συνεταιρισμός |
Berufsgenossenschaft ... |
επιλογή επαγγέλματος |
Berufswahl ... |
επίτρεψη της έφεσης |
Zulassungsberufung ... |
έφεση |
Berufung ... |
εφεσίβλητος |
Berufungsbeklagter ... |
εφετείο |
Berufungsgericht (entspricht dem ... |
λόγος έφεσης |
Berufungsgrund ... |
ορίζω |
angeben, ansetzen, berufen ... |
παύση |
Abberufung, Beendung, Einstellung, ... |
παύω |
abberufen, einstellen, enden ... |
προθεσμία έφεσης |
Berufungsfrist ... |
συγκαλώ |
einberufen, versammeln ... |
σύγκληση |
Einberufung ... |
υποχρεωτική ασφάλιση αστικής επαγγελματικής ευθύνης |
Berufshaftpflichtversicherung ... |