Kostenloses Online-Wörterbuch Griechisch mit Schwerpunkt auf Fachbegriffen aus Recht und Wirtschaft
Δωρεάν Ελληνο-Γερμανικό Online-λεξικό με έμφαση σε όρους αναφορικά με Νομική και Οικονομία
Definitionen und Übersetzungen für aktiv im Online-Wörterbuch Deutsch - Griechisch - Deutsch.
Ορισμοί και μεταφράσεις για aktiv στο online-λεξικό Γερμανικά - Ελληνικά - Γερμανικά.
Suchbegriff / Όρος αναζήτησης: | Übersetzung / Μετάφραση: |
aktiv |
ενεργός, ενεργητικός |
Hilfsweise Wiedergabe nur in lateinischen Buchstaben / Βοηθητική Απόδοση στα Γερμανικά με λατινικά γράμματα | |
aktiv |
energós, energitikós |
Erläuterungen / Σημειώσεις: | |
Keine Erläuterungen gefunden / Δεν βρέθηκαν σημειώσεις | |
Weitere Ergebnisse, welche die Suchphrase enthalten / Άλλα αποτελέσματα που περιέχουν τον όρο αναζήτησης | |
Aktiva |
στοιχεία του ενεργητικού ... |
aktives Wahlrecht |
δικαίωμα του εκλέγειν ... |
aktivierte Eigenleistungen |
παγιοποίηση ιδιοκατασκευών ... |
aktivierungspflichtig |
υποχρεωτικά εμφανιστέο στο ... |
Aktivierungsrecht |
δικαίωμα κεφαλαιοποίησης ... |
Aktivität |
δράση, δραστηριότητα ... |
Aktivlegitimation |
ενεργητική νομιμοποίηση ... |
Aktivposten |
στοιχείο του ενεργητικού ... |
Aktivschuld |
ενεργητική ενοχή ... |
Aktivum |
στοιχείο του ενεργητικού ... |
Aktivvertretung |
ενεργητική εκπροσώπηση ... |
Asset |
(= Vermoegenswert, Aktivposten, ... |
Bilanzsumme (Aktivseite) |
σύνολο ενεργητικού ... |
immaterielle Aktiva |
άυλα στοιχεία του ... |
interaktiv |
(Adj.) διαδραστικός ... |
radioaktiv |
ραδιενεργός ... |
Radioaktivität |
ραδιενέργεια ... |
realisierbare Aktiva |
ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού ... |
tatsächlich |
πραγματικός (wirklich), αληθινός ... |
αντιδρώσα πρωτεϊνη |
reaktives Protein (med.) ... |
άυλα στοιχεία του ενεργητικού |
immaterielle Aktiva ... |
δικαίωμα κεφαλαιοποίησης |
Aktivierungsrecht ... |
δικαίωμα του εκλέγειν |
aktives Wahlrecht ... |
ενεργητική εκπροσώπηση |
Aktivvertretung ... |
ενεργητική ενοχή |
Aktivschuld ... |
ενεργητική νομιμοποίηση |
aktive Legitimation ... |
ενεργητικός |
aktiv ... |
ενεργός |
aktiv, effektiv, erwerbstätig, ... |
παγιοποίηση ιδιοκατασκευών |
aktivierte Eigenleistungen ... |
ραδιενέργεια |
Radioaktivität ... |
ραδιενεργός |
radioaktiv ... |
ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού |
realisierbare Aktiva ... |
στοιχεία του ενεργητικού |
Aktiva ... |
στοιχείο του ενεργητικού |
Aktivum ... |
σύνολο ενεργητικού |
Bilanzsumme (Aktivseite) ... |
υποχρεωτικά εμφανιστέο στο ενεργητικό του ισολογισμού |
aktivierungspflichtig ... |