Kostenloses Online-Wörterbuch Griechisch mit Schwerpunkt auf Fachbegriffen aus Recht und Wirtschaft
Δωρεάν Ελληνο-Γερμανικό Online-λεξικό με έμφαση σε όρους αναφορικά με Νομική και Οικονομία
Dieses Online-Wörterbuch für Griechisch umfasst über 33.000 primäre Einträge. Ein besonderer Schwerpunkt liegt auf Definitionen aus den Bereichen Recht & Wirtschaft, wobei auch Eigentümlichkeiten des österreichischen Sprachraums berücksichtigt werden.
Bitte beachten Sie die Hinweise zur Nutzung der Suchfunktion
Groß- und Kleinschreibung bleiben bei der Suche unberücksichtigt.
Nur in Glossar beschränkt die Suche auf Begriffe des primären Glossars, die mit der eingegebenen Zeichenfolge beginnen.
In Glossar + Definitionen erweitert die Suche auf die gesamte Datenbank und alle Einträge mit der eingegebenen Zeichenfolge an beliebiger Stelle..
Το προκείμενο online-λεξικό συμπεριλαμβάνει παραπάνω από 33.000 κύριες καταχωρήσεις. Ιδιαίτερη έμφαση τίθεται στους τομείς Δίκαιο & Οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη κατά περίπτωση και τις ιδιαιτερότητες του γλωσσικού χώρου της Αυστρίας.
Παρακαλούμε όπως λάβετε υπόψη τις επιλογές αναζήτησης
Πεζά και κεφαλαία δεν διαχωρίζονται κατά την αναζήτηση.
Μόνο λεξιλόγιο περιοριζει την αναζήτηση σε όρους του κύριου λεξιλόγιου που αρχίζουν με τη συμβολοσειρά αναζήτησης.
Λεξιλόγιο + δεδομένα επεκτείνει την αναζήτηση σε όλη τη βάση δεδομένων και οποιεσδήποτε λέξεις περιέχουν τη συμβολοσειρά αναζήτησης..
Ergebnis der Suchanfrage / Αποτέλεσμα της αναζήτησης | ||
Parken | στάθμευση ... | |
Parkplatz | θέση στάθμευσης ... | |
Parkuhr | παρκόμετρο ... | |
Parkverbot | απαγόρευση στάθμευσης ... | |
Parlament | Βουλή, κοινοβούλιο ... | |
Parlamentarier | βουλευτής ... | |
Parlamentarierin | βουλευτής ... | |
parlamentarisch | κοινοβουλευτικός ... | |
Parlamentarischer | Rat Κοινοβουλευτικό Συμβούλιο ... | |
Parlamentarismus | κοινοβουλευτισμός, κοινοβουλευτικό σύστημα ... | |
Parlamentsabgeordneter | μέλος του κοινουβουλίου ... | |
Parlamentsanklage | καταγγελία της Βουλής, ... | |
Parlamentsgebäude | κτίριο της Βουλής ... | |
Parlamentssitz | βουλευτική έδρα ... | |
Partei | διάδικος (Gericht), κόμμα ... | |
Parteiänderung | μεταβολή των διαδίκων ... | |
Parteiantrag | αίτηση του διαδίκου ... | |
Parteibetrieb | αρχή της πρωτοβουλίας ... | |
Parteienfinanzierung | χρηματοδότηση των κομμάτων ... | |
Parteienhäufung | ομοδικία ... | |
Parteienstaat | κομματικό κράτος ... | |
parteifähig | ικανός να είναι ... | |
Parteifähigkeit | ικανότητα διαδίκου ... | |
Parteigenosse | κομματικός σύντροφος ... | |
Parteigenossin | κομματική σύντροφος ... | |